O πρωταρχικός ρόλος της Ηπείρου ως προγεφύρωμα της μεταξύ Ιταλίας και Βαλκανίων επικοινωνίας, γίνεται πασιφανής για την βυζαντινή πολιτική και διπλωματία, κυρίως μετά την συρρίκνωση της Κωνσταντινοπολίτικης εξουσίας στα δυτικά σύνορα, μετά δηλαδή την πτώση της βυζαντινής Ιταλίας (1071).
Ηαπόσπαση του Ιλλυρικού (η επαρχιακή αυτή διοίκηση περιλάμβανε, με έδρα την Θεσσαλονίκη, το σύνολο της χερσονήσου της Αίμου εκτός βέβαια του Κωνσταντινοπολίτικου χώρου), για λόγους που οφείλονται στην εικονοκλασσική πολιτική της Κωνσταντινούπολης, πολιτική που αντιμάχονταν η Εκκλησία της Ρώμης, θεωρήθηκε ως απαρχή του σημαίνοντος συνοριακού ρόλου που θα διαδραματίσει τώρα η Ήπειρος. Θα μου επιτραπεί εδώ να μεταθέσω λίγο τα χρονικά πλαίσια του γεγονότος και αντί του 731 να σταθώ κυρίως στο 751, στην χρονολογία δηλαδή της υποταγής του Εξαρχάτου της Ραβέννας στους Λομβαρδούς.
Η διάλυση της Βυζαντινής αυτής διοίκησης σημαίνει βέβαια το τέλος της βυζαντινής παρουσίας στα εδάφη της Κεντρικής και Βόρειας Ιταλίας (δηλαδή στα δυτικά της Αδριατικής θάλασσας), αλλά κυρίως θα έλεγα δηλώνει την ανακατάταξη των ιταλικών πραγμάτων. Να θυμίσω ακόμη ότι τα γεγονότα της λομβαρδικής επεκτατικής προσπάθειας καθορίζουν την εξέλιξη της Βενετίας, αλλά και τις σχέσεις της ιταλικής χερσονήσου με το ανερχόμενο στρατιωτικά φραγκικό βασίλειο που αναδείχνεται ρυθμιστής μεταξύ των παπικών και λομβαρδικών συμφερόντων (το 755 ο Πιπίνος προσφέρει την Ραβέννα στην Ρώμη) και βέβαια μεταξύ των Βυζαντινών και των άλλων ιταλικών παραγόντων.
Η Βενετία στο νέο αυτό στρατιωτικοπολιτικό περίγυρο θα παίξει τον ρόλο ενδιάμεσου μεταξύ του φραγκικού βασιλείου (της μετέπειτα αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου) και της βυζαντινής αυτοκρατορίας, πράγμα που θα αποβεί αποφασιστικός παράγοντας της οικονομικής αλλά και της διπλωματικής και στρατιωτικής ακμής της Γαληνοτάτης και βέβαια, από τότε, θα πω ίσως μόνο από τότε, το Βυζάντιο θα κατανοήσει οριστικά τον νευραλγικό ρόλο για την αποτελεσματική άμυνά του της καθόλου Ηπείρου (από την Νικόπολη ως το Δυρράχιο, ηπειρωτικής και θαλάσσιας), και βέβαια των Ιονίων νήσων.
Είμαστε στην εποχή (μέσα 8ου αιώνα) όπου η αναταραχή που προκάλεσαν στον ηπειρωτικό χώρο οι σλαβικές διεισδύσεις υποχρεώνει την Βυζαντινή Αυτοκρατορία να αναθεωρήσει την ιταλική πολιτική της, που τώρα στηρίζεται κυρίως στα ναυτικά ερείσματα. Παρά τις παράκτιες δηώσεις των σλαβικών μονόξυλων, πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η θάλασσα έμεινε αλώβητη από τους Σλάβους μόνο οι Άραβες, που στην Αδριατική θα εμφανιστούν σχεδόν ένα μήνα αργότερα, θα δημιουργήσουν ανάγκη τοπικής ναυτικής κινητοποίησης, με αναδιοργάνωση των βάσεων του ακτιοφυλακτικού στόλου από το Δυρράχιο ως την Κεφαλονιά.
Το Βυζάντιο από τα μέσα του 8ου αιώνα, στρέφεται στον δυτικοελλαδικό και ηπειρωτικό ναυτικό κυρίως χώρο, για την συσπείρωση όχι μόνο των πληθυσμών που δεινοπάθησαν από τις σλαβικές επιδρομές (συγκεντρώνονται στα κάστρα, δηλαδή μέσα σε νέα αστικά κέντρα – η Άρτα, τα Ιωάννινα γνωρίζουν νέα περίοδο ανάπτυξης) αλλά και των δυνάμεων, στρατιωτικών και ναυτικών, κυρίως για την οργάνωση της άμυνάς του. Η Κεφαλονιά αναδείχνεται σε κέντρο της νησιωτικής αλυσίδας που θα εκπροσωπεύσει την προς την Ιταλία βυζαντινή πολιτική (ο Praefectus Paulus αναφέρεται ήδη στα 809 και η περιοχή αναδεικνύεται σε στρατηγίδα επί Λέοντος Σοφού όπως μας λέει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο De Administratio Imperii). Το θέμα Νικοπόλεως στα νότια μέρη της περιοχής μας (η τύχη ήταν δεμένη με την Κεφαλονιά και τα νησιά, πράγμα που έκανε, ορθά τον Peter Sustal να το μελετήσει συγχρόνως στο τόμο της Tabulae Imperii Bisantini) και κυρίως το θέμα Δυρραχίου στα βόρεια, θα γίνουν από τον 9ο αιώνα ιδιαίτερο μέλημα της Κωνσταντινουπολιτικής στρατιωτικής οργάνωσης.Αυτό δείχνει, μου φαίνεται, η μνεία αρχόντων Δυρραχίου, που κατά τη γνώμη μου δηλώνουν την ύπαρξη ναυαρχικού πολεμικού σταθμού και βέβαια η παρουσία των στρατηγών Δυρραχίου (πρώτη μνεία 842/3) και Νικοπόλεως στα 899.
Η επισκόπηση αυτή μας δείχνει ότι η Ήπειρος, ακραία πια περιοχή από τα 751, όχι μόνο στα βορειοανατολικά αλλά και στα δυτικά όριά της, είναι οργανωμένη για να απαντήσει στην απειλή από ξηράς αυτή είναι η σημασία της παρουσίας θεματικών στρατηγών, και από θαλάσσης, όπως το δείχνει η μνεία αρχόντων (Prefectus Κεφαλληνίας και νήσων, και βέβαια Δυρραχίου). Ας σημειώσω εδώ ότι η παρουσία των διακεκριμένων μονάδων του βυζαντινού στόλου στα Ιόνια νησιά και στην Αδριατική Θάλασσα (να πω ίσως ότι νωρίς αναφέρονται και οι άρχοντες Δαλματίας), δεν έχει μόνο αμυντική αποστολή, την διαφύλαξη δηλαδή των στενών του Οτράντο (μεταξύ Βάρης – Βριντισίου και Δυρραχίου), ή αργότερα την απώθηση βενετικής απειλής, αλλά, και αυτό βέβαια στην εποχή της βυζαντινής ανακτητικής πολιτικής, η παρουσία του στόλου στα ηπειρωτικά και ιονικά ύδατα, δηλώνει την άμεση προς την Ιταλία διεκπεραίωση των ναυτικών και στρατιωτικών δυνάμεων: αυτή ήταν η βασική, θα έλεγα, αποστολή της περιοχής, καθόλη σχεδόν την περίοδο που καλύπτει η Μακεδονική δυναστεία.
Να θυμίσω ότι ο Βασίλειος Α’ απώθησε την αραβική απειλή από την Αδριατική, και ότι αυτός άρχισε το έργο της ανάκτησης της Ιταλίας που αδιάλειπτα συνεχίστηκε ως τον Κωνσταντίνο Μονομάχο (μέσα 11ου αιώνα) παρόλα τα διακυμαινόμενα αποτελέσματα της επιχείρησης; Εκείνο που πρέπει εδώ να σημειωθεί ωστόσο, είναι ο ρόλος προγεφυρώματος προς Ιταλία που ποτέ δεν έπαψε να παίζει η Ήπειρος, καθώς επίσης το ότι, παρά τις αντιξοότητες των καιρών, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ποτέ δεν παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της στην Ιταλία: όταν οι βυζαντινοί στρατοί υπό τον Μανιάκη και άλλους λιγότερο γνωστούς στρατηγούς αργότερα (11ο αιώνα) εγκατέλειπαν την νορμανδική πια Ιταλία (στα 1071 πέφτει η Βάρις), στην Ήπειρο αποβιβάζονταν, και εκεί εύρισκαν ανακούφιση και πρώτη ανάπαυση σε βυζαντινό έδαφος.
Επίσης, όταν οι στρατοί των Κομνηνών αντιμετώπιζαν τους αλαζονικούς Νορμανδούς και αργότερα τους Βενετούς (στον 12ο κυρίως αιώνα), από την Ήπειρο και την γειτονική Κέρκυρα (που αυτή την εποχή αντικατέστησε την Κεφαλονιά στο ρόλο στρατηγικού κόμβου στην περιοχή) έβρισκαν τις δυνάμεις αντίστασης και αντεπίθεσης. Ας θυμίσω λοιπόν ότι τα βυζαντινά στρατεύματα με τον μεγαλεπήβολο Μανουήλ Κομνηνό που ονειρεύτηκε να ενώσει τις δύο Ρώμες (την Κωνσταντινούπολη και την αρχαία Ρώμη) υπό την εξουσία του, έφτασαν ξεκινώντας από την Ήπειρο, για τελευταία φορά στην Αγκώνα, στα 1155. Αυτή είναι η τελευταία βυζαντινή ιταλική δόξα. Τα νορμανδικά, τα βενετικά και τα δυτικά επιτεύγματα κατά του Βυζαντίου που είχαν για απαρχή τις κακώσεις στον ηπειρωτικό χώρο θα πάρουν την τραγική για το Βυζάντιο τροπή που ξέρουμε, με την 4η Σταυροφορία, που δηλώνει το ανήκουστο: δηλαδή την από Χριστιανούς κατάλυσή της παγκόσμιας αυτοκρατορίας των Χριστιανών, εννοώ το Βυζάντιο.
Η μετέπειτα εποχή θα καθορίσει στην Ήπειρο τα πλαίσια μιας τοπικής, θα έλεγα, εξέλιξης παρά τα μεγαλειώδη σχέδια του Δεσποτάτου που φέρει το όνομα της. Η Παλαιολόγεια πολιτική (κυρίως του Μιχαήλ Η’ αλλά και του Ανδρόνικου Β’ θα εκδηλώσει ουσιαστική μέριμνα για την Ήπειρο, κυρίως στα πλαίσια του Αντιανδεγαβικού αγώνα, αλλά, ας μου επιτραπεί να πω, ότι η Ήπειρος προοδευτικά αποξενώνεται καθόλη αυτή την εποχή από την βυζαντινή κρατική σφαίρα φέρεται προς τον κόσμο που αντιπροσωπεύει αντικρουόμενα συμφέροντα ιταλογενών και λατινογενών κυρίως δυνάμεων (εννοώ μεταξύ άλλων τους τοπικούς άρχοντες της εποχής). Άλλωστε η μετακίνηση των αλβανικών φύλων που τοποθετείται σε αυτή την εποχή, θα προσδώσει ιδιάζουσα μορφή στην οργάνωση του ηπειρωτικού χώρου (αυτό δείχνει η μνεία των σεβαστών) με την προσπάθεια των Βυζαντινών να πλαισιώσουν και να χρησιμοποιήσουν για τις στρατιωτικές τους ανάγκες τα αφύλαρχα αυτά γένη, όπως γράφει ο Κατακουζηνός.
Το Βυζάντιο φέρεται όμως πια προς το τέλος του ελεύθερου βίου του η τουρκική κατάκτηση θα καλύψει τον χώρο στα μέσα του 15ου αιώνα. Οι βυζαντινογενείς πληθυσμοί και λαοί με προεξάρχοντα παράγοντα το ελληνικό στοιχείο, θα διατηρήσουν αλώβητη την πολιτιστική παράδοση της Αυτοκρατορίας που τα φώτα της θα φωτίσουν τώρα την εγωιστικά αναγεννόμενη Δυτική Καθολική Ευρώπη. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια διαγράφεται η ηπειρωτική ιστορία, απόηχος της καθόλου βυζαντινής ιστορίας, στον αγώνα επιβίωσης. Γιατί, όπως είναι γνωστό, το πιο σημαντικό κατόρθωμα της χριστιανικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του μεσαιωνικού Ελληνισμού, της αυτοκρατορίας που ονομάζουμε σήμερα (ανιστόρητα βέβαια) Βυζάντιο, είναι ο διαρκής και, θα έλεγα, πολυμέτωπος αγώνας εναντίον των ασιατικών και αργότερα των λατινικών εχθρών, εναντίον των ποικιλώνυμων εισβολέων.
Από την εποχή που οι μετακινήσεις των πληθυσμών (των γερμανικών, των ουνικών φυλών και ιδιαίτερα των Σλάβων), διαμόρφωσαν τον βαλκανικό χώρο με το βουλγαρικό βασίλειο σαν αντίμαχη δύναμη της βυζαντινής αυτοκρατορίας (δηλαδή τέλους του 7ου αιώνα) και αφότου η αραβική κατάκτηση απέσπασε από την βυζαντινή αυτοκρατορία τις νότιες ασιατικές και αφρικανικές περιοχές της (μέσα του 7ου αιώνα με την ίδρυση του κράτους των Ομεϊάδων στην Δαμασκό και ύστερα στην Κόρδοβα), το Βυζάντιο οργανώνει τα σύνορά του για μια αδιάλειπτη και διηνεκή άμυνα.
Αυτή είναι η σημασία της διοικητικής οργάνωσης των θεμάτων των ναυτικών και των ηπειρωτικών στρατιωτικών περιοχών αμέσου κινητοποίησης, που με το δίκτυό τους καλύπτουν, πριν από το τέλος κιόλας του 8ου αιώνα, το σύνολο του αυτοκρατορικού χώρου. Αυτός είναι ο λόγος της αμυντικής οχυρωματικής οργάνωσης των μεθοριακών περιοχών, και εδώ πρέπει να ειπωθεί ότι τα ετήσια κούρσα των αραβικών στόλων μετέτρεψαν σε συνοριακή γραμμή από άκρου σε άκρο τις ακτές και παραλίες της αυτοκρατορίας (εκτός από τον Εύξεινο Πόντο). Αυτός τέλος ήταν ο στόχος που επεδίωκε η Εκκλησία με την δημιουργία επισκόπων σε παραμεθόρια πολίσματα, αυτά που η στρατηγική τους σημασία αν εδείκνυε συχνά σε κέντρα αστικά με αγορές, οχυρώματα και κάστρα, με σημαίνοντα στρατιωτικό, αλλά και οικονομικό βίο, κυρίως βέβαια κατά την περίοδο ειρήνευσης που βοηθούσε τις διασυνοριακές ανταλλαγές μεταξύ πρώην αντίμαχων πληθυσμών.
Με τις γενικές αυτές παρατηρήσεις θα ήθελα να επισημάνω ότι η μελέτη του αμυντικού ρόλου της όποιας περιοχής της αυτοκρατορίας από τα χρόνια της μεταϊστουνιάνειας εποχής και εδώ, θα πρέπει να εξετάσει πρωταρχικά την φυσική και τεχνική οχύρωση, την κατασκευή δηλαδή των οχυρωματικών έργων της περιοχής (ήδη το Περί Κτισμάτων του Προκοπίου μας δείχνει την έκταση αλλά και το βάθος της αμυντικής ιουστινιάνειας γραμμής των φρουρίων) και για αυτό, πράγμα αδύνατο τώρα ακόμη, θα πρέπει να ερωτηθούν τα αρχαιολογικά αδιάψευστα τεκμήρια, αν και όπου υπάρχουν. Έτσι μόνο θα γίνει νομίζω μια ορθή αξιολόγηση των συχνά μεγαλεπήβολων οχυρωματικών προγραμμάτων, κατασκευών και επισκευών που επιστρατεύουν στο βυζαντινό κράτος τον λαό (η περίφημη καστροκτισία) αλλά και την Εκκλησία. Είναι γνωστός ο ρόλος των επισκόπων (οι κτιτορικές επιγραφές το τεκμηριώνουν αδιάψευστα) στις κατασκευές όχι μόνο κοινωφελών έργων αλλά και οικοδομήσεων στρατιωτικής υφής. Ακόμη θα πρέπει να ερωτηθούν οι θεσμοί που το κράτος εφευρίσκει και εφαρμόζει για την σύσφιξη και εδραίωση των δυνάμεών του, και βέβαια, αλλά αυτό είναι νομίζω αυτονόητο, θα πρέπει να αναφερθούμε και στην ψυχική προετοιμασία στρατού και λαού για την ανάληψη δυσχερούς και συχνά αμφίβολου ως προς το αποτέλεσμα αγώνα. Οι δημηγορίες των αυτοκρατόρων και στρατηγών (είχα την τύχη να βρω και να δημοσιεύσω αυτή του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου προς τα ανατολικά στρατεύματά του), τα εμψυχωτικά συνθήματα – ο Λέων ο Σοφός στα “Τακτικά” του μας βεβαιώνει ότι το πιο καίριο ήταν το “Ο Σταυρός νικά”, είναι πολύτιμες πηγές για το θέμα αυτό.Η σκέπη τέλος της Οδηγήτριας, της Υπερμάχου στρατηγού, που υπό την προστασία της δρούσε και ενεργούσε, ο πάντα σταυροφορικός βυζαντινός στρατός, αποτελούσαν την αμυντική ασπίδα του βυζαντινού κράτους που είχε για σκοπό και για αποστολή την σωτηρία της Χριστιανοσύνης: οι λέξεις Ρωμαίος και Χριστιανός είναι στο Βυζάντιο ταυτόσημε, ο εν Χριστώ τω Θεώ Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων (αυτός είναι ο επίσημος τίτλος των βυζαντινών βασιλέων) είναι ο προστάτης και αμύντωρ, ο οικιστής της οικουμένης – της χριστιανοσύνης δηλαδή στο σύνολό της – είναι ο νικοποιός στον υπέρ των ομοφύλων και ομοθρήσκων, τέκνων και αδελφών αγώνα.
Μετέφερα εδώ αυτολεξεί όσα λεει ο ίδιος ο αυτοκράτωρ Λέων ο ΣΤ’ για την άμυνα του Έθνους των Χριστιανών. Γιατί ο Λέων είναι ο αυτοκράτορας που ιδιαίτερα μερίμνησε για την οργάνωση των μεθοριακών περιοχών της αυτοκρατορίας (κυρίως στα μακρινά ασιατικά σύνορα). Είναι αυτός που στην περιοχή μας οργάνωσε το Θέμα Κεφαλληνίας και που στα τέλη του 9ου αιώνα διεξήγαγε τον κατά των Βουλγάρων του Συμεώνος δυσχερή αγώνα. Στα χρόνια του, ο Λέων ο Χοιροσφάκτης αν έλαβε όλες τις μετά του αλαζόνος Συμεών επίπονες διαπραγματεύσεις, κυρίως ύστερα από την ήττα των Βυζαντινών στο Βουλγαροφύγο στα 896. ο ίδιος ο Χοιροσφάκτης μας λέει ότι επενέβη λίγο αργότερα επίσης, στο 904, όταν η Θεσσαλονίκη έπεσε στα χέρια των Αράβων (την άλωση αυτή περιγράφει στο έργο του ο Καμενιάτης). Ο Χοιροσφάκτης επεμβαίνει λοιπόν τότε για να αποσπάσει από τον Βούλγαρο “ως λοβόν εκστόματος λέοντος”, τριάντα φρούρια του Δυρραχίου. Φαίνεται ότι ο Συμεών, αυτός ο ελληνομαθημένος Βούλγαρος ηγεμόνας (έζησε χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, ο Λιουτπράνδος τον αποκαλεί μάλιστα “semi-graecum”), είχε καταφέρει να προσαρτήσει περιοχή της Βορείου Ηπείρου κατά την πρόοδο του εναντίων των Βυζαντινών, αυτή ακριβώς που απέσπασε όπως λεει στις επιστολές του Χοιροσφάκτης.
Το περιστατικό το ανέφερα δια μακρών για να επισημάνω τον πρωτεύοντα ρόλο που διαδραμάτισε η Ήπειρος -η Παλιά και η Νόνα, η νέα, αυτή δηλαδή που περιλαμβάνει στα Βυζαντινά χρόνια όλο το νότιο τμήμα του θέματος Δυρραχίου και όλο το βόρειο του θέματος Νικοπόλεως -στην άμυνα της αυτοκρατορίας. Ο ρόλος αυτός εκφράζεται τόσο στα σύνορα τα ηπειρωτικά, κυρίως εναντίον των σλαβικών και ιδιαίτερα βουλγαρικών διεκδικήσεων, όσο και στις θάλασσες, την Αδριατική και το Ιόνιο.Η ύπαρξη στρατηγού στην Ιεριχώ (το αρχαίο Ωρικό) και στη Δρουγουβιτία στα χρόνια του Τσιμισκή, είναι αποκύημα της αναβάθμισης της περιοχής στα στρατιωτικά πράγματα της εποχής (10ος αιώνας). Ας θυμίσω τον πρωτεύοντα ρόλο που έπαιξε η περιοχή μας ένα σχεδόν αιώνα μετά από τον κατά του Συμεών αγώνα, στην διαμάχη μεταξύ Σαμουήλ και Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου. Να πω συνοπτικά ότι ο Σαμουήλ γίνεται κύριος της Διόκλειας και του Δυρραχίου στα 998 – αφήνει εκεί τον γαμβρό του, Ασώπτιο, που δεν είναι άλλος από τον γιο του Δούκα της Θεσσαλονίκης Γρηγορίου Ταρωνίτη. Η πόλη θα παραδοθεί στο 1005 στους βυζαντινούς από τον βυζαντινογενή αυτό ηγεμόνα της, και στην περιοχή της θα πέσει στο 1018, μαχόμενος κατά των Βυζαντινών, ο Βούλγαρος Βλαδισλάβος, πράγμα που όπως γράφει ο Ψελλός σήμανε ότι “από τότε τω βασιλεία τα των Βαρβάρων υπέκυψε”. Εδώ δηλαδή, στην περιοχή του Δυρραχίου, γράφτηκε η τελευταία σελίδα του βουλγαρικού κράτους που στο εξής θα αποτελέσει τμήμα αναπόσπαστο της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ο κατά των Βουλγάρων αγώνας απεικονίζει τον ρόλο της Ηπείρου εναντίον του από ξηράς, του ηπειρωτικού θα έλεγα, κινδύνου. Ο αγώνας κατά των Αράβων και κατά των από την Ιταλία εισβολέων απεικονίζει την από θαλάσσης άμυνα που ασκεί αδιάλειπτα η ναυτική Ήπειρος. Οι θαλάσσιες και οι νησιωτικές άκρες (εννοώ εδώ κυρίως την Κέρκυρα) θα διακριθούν στον αγώνα εναντίον των από την Αφρική Σαρακηνών και δύο αιώνες αργότερα κατά των εξ’ Ιταλίας εχθρών: Νορμανδών, Βενετών, Φράγκων και άλλων Σταυροφόρων.
Να τονίσουμε ωστόσο ότι η στρατηγική θέση της Ηπείρου και όχι μόνο της παράκτιας (κι αυτό καθόλη τη διάρκεια του βυζαντινού βίου της) αλλά και της ηπειρωτικής, αναβαθμίζεται κι΄ αυτό χάρη στον έλεγχο των θαλασσίων οδών (το, Δυρράχιο είναι εξέχουσα ναυτική βάση) και λόγω της εμπορικής εκμετάλλευσης της Αδριατικής. Η Ήπειρος είναι δηλαδή πόρτα του Βυζαντίου με τη Δύση ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την ιταλική πολιτική της αυτοκρατορίας, όπως τονίσαμε αρχίζοντας.
Για να καταλάβουμε τη στρατηγική σημασία της Ηπείρου για το Βυζάντιο πρέπει να θυμηθούμε ότι ο κόσμος της Αδριατικής θάλασσας είναι διχασμένος πρώτα λόγω της διαφορετικής πολιτιστικής καταγωγής των πληθυσμών του (Τα ανατολικά παράλια ανήκουν στην ελληνική – ελληνογενή ζώνη, ενώ τα δυτικά στη ρωμαιοκαθολική) και ύστερα λόγω των διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων, παρά την κοινή χριστιανική πίστη. Στα ανατολικά της Αδριατικής η Ορθοδοξία και στο δυτικά της η καρδιά του Καθολικισμού. Σε αυτόν τον πνευματικό διαχωρισμό ανάμεσα σε ανατολική και δυτική Αδριατική, πρέπει να προστεθεί και ο διαχωρισμός που υπαγορεύουν τα οικονομικοπολιτικά συμφέροντα καθορίζεται από την έλξη της Βενετίας (και αργότερα της Ραγούσας) από τη μια μεριά, και από τα βυζαντινά εμποροοικονομικά ενδιαφέροντα που γεφυρώνουν την Κέρκυρα και την Ήπειρο ως το Δυρράχιο με την Νότια Ιταλία ως την Αγκώνα, από την άλλη.
Τον διαχωρισμό που μοιράζει την Αδριατική σε ζώνες την ανατολική και δυτική και τη βόρεια και τη Νότια δηλαδή τη βυζαντινή και λατινική, και τη βυζαντινή και βενετική, διαγράφει εικονικά ένας σταυρός στο κέντρο της Αδριατικής που το κάθε του σκέλος ορίζει αντίμαχες παραδόσεις και συμφέροντα στην καρδία του σταυροδρομιού, η βυζαντινή Ήπειρος. Να γιατί μίλησα για νευραλγική περιοχή και για στρατηγική θέση. Ιδού γιατί μέλημα της αυτοκρατορίας στάθηκε από καταβολής η αμυντική οργάνωση του χώρου και κυρίως θα έλεγα, η ναυτική του εμπέδωση, με προεξέχοντα κόμβο το Δυρράχιο. Το λιμάνι του Δυρραχίου είναι η πόρτα της Κωνσταντινούπολης προς τη Ρώμη και σταθμός υποχρεωτικός στις επικοινωνίες, όχι μόνο μεταξύ των Αδριατικών ακτών ή μεταξύ των δύο Χριστιανικών πρωτευουσών της εποχής, αλλά και του δρόμου που διέσχιζε τη Θεσσαλονίκη. Εννοώ την Εγνατία οδό που διασταυρώνονταν ακριβώς στην πόλη της Θεσσαλονίκης με τον διαβαλκανικό δρόμο αυτόν που μας γνωρίζει ο Πορφυρογέννητος στο De Adminstratio Imperil και που οδηγούσε προς το Βελιγράδι αλλά και πάντα από την Θεσσαλονίκη, προχωρούσε προς τις Παραδουνάβιες χώρες και από και προς τις βόρειες περιοχές του Ευξείνου. Είναι λοιπόν λογικό η βυζαντινή Ήπειρος να βρίσκεται σε περίοπτο θέση αμύνης των Βυζαντινών πραγμάτων, κάθε φορά που διασταυρούμενα συμφέροντα προσέγγιζαν την μια με την άλλη τις Ιταλικές δυνάμεις (ή γενικότερα τις δυτικές λατινικές δυνάμεις), ή και με τους βαλκανικούς γείτονες του Βυζαντίου.
Η εξωτερική πολιτική της Βενετίας αλλά και η φραγκική προσπάθεια διείσδυσης στα Βαλκάνια (κυρίως μετά την τέταρτη Σταυροφορία) καθορίζουν τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιζε η Ήπειρος στα πράγματα της εποχής του πολυμέτωπου αγώνα που διεξάγει το Βυζάντιο: έτσι ονομάζω την εποχή από τους Κομνηνούς και εδώ (τέλος δηλαδή του 11ου αιώνα και μετά) όταν Νορμανδοί, Βενετοί, και Σταυροφόροι απ’ τη δύση, συναγωνίζονται με τους Σελτζούκους στην ανατολή και με τους Πετσενέγους στο βορρά, για να ταπεινώσουν την μεγάλη αυτοκρατορία, το παγκόσμιο ακόμα τότε Βυζάντιο. Κι’ αυτό για να μην προσθέσω, για να μη μιλήσω και για τους βαλκανικούς λαούς -τους Βουλγάρους κυρίως- που μέσα στην σταυροφορική ταραχή βρήκαν την ευκαιρία ν’ ανασυστήσουν το διαλυμένο από τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο κράτος τους; ή ακόμη και για τους ατίθασους Βλάχους της Πίνδου που αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κεκαυμένος στο Στρατηγικό του. Αυτοί που με τις μετακινήσεις των αλβανικών φύλων, λίγο αργότερα, προς το νότο, θα δημιουργήσουν στις βυζαντινές αρχές πρόβλημα διοικητικής αφομοίωσης.
Ανακατατάξεις πληθυσμών θα γνωρίσει η Ήπειρος χωρίς όμως ποτέ να πάψει ν’ αναφέρεται στην Κωνσταντινούπολη και να υπηρετεί κατά το δυνατόν τα συμφέροντά της. Η πολιτική αυτή φάση εγκαινιάζεται, θα έλεγα, με την νορμανδική επίθεση του 1081 εναντίον της Ηπείρου: έχει σαν επακόλουθο την μέριμνα του Αλεξίου Κομνηνού για την άμυνα της περιοχής και θεαματικά αποκαλύπτει τους στόχους της βενετικής πολιτικής. Ας αναφέρω βιαστικά την αμυντική του Αλεξίου Κομνηνού, πριν σταθώ λίγο εκτενέστερα στα βενετικά σχέδια. Να θυμίσω πρώτα ότι όταν ο Αλέξιος Α’ έστειλε τον στόλο του εναντίον των Νορμανδών, τότε που λεηλατούσαν και εδήωναν την περιοχή στα 1081/2, σχεδιαγράφησε μας λέει η Άννα Κομνηνή με το χέρι τους τις ναυτικές ακτές της Ηπείρου για χρήση του αρχιναύαρχου Δούκα.
Ο αυτοκρατορικός αυτός πορτουλάνος δείχνει όχι μόνο τις ναυτικές γνώσεις του Αλεξίου, αλλά θα έλεγα την σημασία της περιοχής στα ναυτικά γενικά πράγματα. Είναι γνωστή η μέριμνα του Αλεξίου να απελευθερώσει την Ήπειρο και τα άλλα εδάφη από την νορμανδική κάκωση τόσο την ναυτική (αυτό τον έφερε προς την βενετική συμμαχία στα 1081, θα το αναφέρω διεξοδικώτερα) αλλά και την ηπειρωτική. Αυτό τον οδήγησε να οργανώσει στα 1108 εναντίον του Βοημούνδου τα ηπειρωτικά ερίσματα που αναλυτικά περιγράφει η Αλεξιάδα: σχηματίζουν σθεναρή αμυντική αλυσίδα, που με τη σειρά της θα γίνει, στα χρόνια ειρήνευσης, ο σκελετός του οδικού και εμπορικού αστικού δικτύου της περιοχής. Μιλώ για Αυλώνα, Ιεριχώ, Κάνινα αλλά και για την Πέτρουλα και βέβαια «τας περί το Αρβανονκλεισούρας». Οι γνώστες του βορειοηπειρωτικού χώρου και της ιστορίας του θα αναγνωρίσουν εδώ όχι μόνο τον αμυντικό κλειό που από τα παράλια προχωρεί προς τα δύσβατα των αλβανικών κλεισουρών, αλλά και την για πρώτη φορά στα βυζαντινά κείμενα αναφορά του Αρβάνου που με την περίφημη μνεία του κόμητος της Κόρτης στην περιοχή του, δημιούργησε όχι βυζαντινό αλλά βυζαντινολογικό πρόβλημα (υπονοώ την διένεξη Ducellier και Βρανούση.
Η πολιτική του Αλεξίου του Κομνηνού υπέρ της Ηπείρου είναι γνωστή όχι μόνο από την ναυτική και άλλη άμυνα που οργάνωσε, αλλά και από τα οικονομικά μέτρα που δείχνουν την μέριμνά του για την περιοχή. Απήχηση βρίσκουμε στα κατοπινά ηπειρωτικά Χρονικά (Χρονικό Αργυροκάστρου ή Δρυόπιδος) και Δίπτυχα τα σχετικά με την αν αδιοργάνωση των Εμποροπανηγύρεων από τον πρώτο Κομνηνό (βλ. C. Asdracha “Les Foires en Epire”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik, 32, 3: XVI Internationalen Byzantinisten Kongress, Akten II, Viene 1981/82, σσ. 437-446). Πρέπει να περιμένουμε την βασιλεία του Ανδρόνικου Παλαιολόγου στ ον 14ον αιώνα για να διαπιστώσουμε και πάλι το αυτοκρατορικό ενδιαφέρον σχετικά με την οικονομική ζωή στην Ήπειρο. Το χρυσόβουλο του 1321 υπέρ της μητροπόλεως Ιωαννίνων καθώς και οι πληροφορίες του Χρονικού για το κομμερίκιο του Ζαμβρινού, το αποδεικνύουν με τρόπο εύγλωττο. Θα ήθελα να κλείσω αυτήν την κάπως σχηματική διαχρονική επισκόπηση του αμυντικού ρόλου της Ηπείρου με μια παρατήρηση που αφορά την Βενετία και την πολιτική της στην περιοχή αλλά που εξηγεί κατά τρόπο διαφωτιστικό τις σχέσεις της Βενετίας με το Βυζάντιο και συνακόλουθα την εξέλιξη των ηπειρωτικών πραγμάτων κυρίως μετά την τελική χειραφέτηση της Βενετίας, από το Βυζάντιο εννοώ, μετά τα μέσα grosso-modo του 10ου αιώνα.
Έγραψα αλλού και το επαναλαμβάνω εδώ ότι:
Η Βενετία, εγκλωβισμένη στο βάθος του Αδριατικού κόλπου έπασχε αδιάλειπτα από ιστορική κλειστοφοβία. Κι αυτό γιατί η επικοινωνία της με τη Μεσόγειο εξαρτιόταν από τη δύναμη που εξέλεγχε τα στενά του Οτράντο.Εστί, όταν το Βυζάντιο κρατούσε τα κλειδιά των Στενών ελέγχοντας με το Δυράχιο και τη Βάρη τις δύο ακτές του περάσματος, η Βενετία ήταν υποχρεωμένη από τη μια να στραφεί προς το εσωτερικό (τις χώρες που σχημάτιζαν τη γερμανική αυτοκρατορία), παίζοντας τον ρόλο état tampon μεταξύ Ευρώπης και Βυζαντίου) και από την άλλη ήταν υποχρεωμένη με τη δύναμη που της επέτρεπε το άνοιγμα των θαλάσσιων δρόμων, δηλαδή με το Βυζάντιο.
Η Βενετία προσεγγίζει το Βυζάντιο όταν τα Στενά περνούν στον έλεγχο των Νορμανδών στα 1081, και αντίθετα εγκαταλείπει την βυζαντινή συμμαχία όταν η αυτοκρατορία διεκδικεί την εξουσία και στις δύο ακτές της Αδριατικής. Ο πρώτος βυζαντινοβενετικός αντινορμανδικός άξονας αποβλέπει να κρατήσει την Ήπειρο έξω από τη νορμανδική προσβολή του 1081/2:εκόστισε στο Βυζάντιο την απαρχή της υποταγής του σε ξένη δύναμη εξ αιτίας των οικονομικών, των φορολογικών και των ναυτικών παραχωρήσεων προς τη Βενετία που προβλέπει το χρυσόβουλο του 1081/2 του Αλεξίου Κομνηνού. Οπωσδήποτε αυτό δεν εμπόδισε, ένα αιώνα αργότερα, όταν ο Μανουήλ Κομνηνός εδραίωσε την εξουσία του στα Στενά του Οτράντο, την Βενετία να συνάψει την νορμανδική συμμαχία και να επιδοθεί σε πειρατικές κατά του Βυζαντίου επιχειρήσεις αρχίζοντας όπως πάντα από την Ήπειρο και τα γειτονικά νησιά, ιδιαίτερα την Κέρκυρα.
Πηγή: Το εξαίρετο και κατατοπιστικότατο απόσπασμα της κυρίας Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ προέρχεται από το βιβλίο των εκδόσεων του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών και φέρει τον τίτλο Ευρωπαϊκή Ακριτική Παράδοση: από τον Μεγαλέξαντρο στον Διγενή Ακρίτα.