Στον Άδη, οι άδικες ψυχές καλούν αυτούς που πλήγωσαν, τους ικετεύουν και τους παρακαλούν να τους επιτραπεί να βγουν από την Αχερουσιάδα λίμνη.
Το μαρτύριο τους δεν σταματά πριν μεταπείσουν αυτούς που αδίκησαν. «Αφού τους ρίξουν (οι δικαστές στον Τάρταρο) και μείνουν εκεί ένα χρόνο το κύμα τους πετάει πάλι έξω, όσους διέπραξαν φόνο στη μεριά του Κωκυτού, όσους σκότωσαν πατέρα ή μητέρα κατά τον Πυριφλεγέθοντα.
Σαν τους μεταφέρουν και φτάσουν στη λίμνη Αχερουσιάδα βγάζουν κραυγές και καλούν, άλλοι αυτούς που σκότωσαν, άλλοι αυτούς που πλήγωσαν. Τους καλούν, τους ικετεύουν και τους παρακαλούν [b] να τους επιτραπεί να βγουν από τη λίμνη και να τους δεχθούν πάλι πίσω.
Εάν τους πείσουν βγαίνουν πάνω και οι συμφορές τους τελειώνουν, διαφορετικά μεταφέρονται πάλι στον Τάρταρο και από εκεί πίσω στα ποτάμια, συνεχίζουν να υποφέρουν και το μαρτύριο τους δεν σταματά πριν μεταπείσουν αυτούς που αδίκησαν. Αυτή την τιμωρία τους επέβαλαν οι δικαστές.
Όσοι όμως βρεθούν να έχουν διανύσει τη ζωή τους μέσα στην οσιότητα είναι αυτοί που ελευθερώνονται και απομακρύνονται από τον τόπο εδώ κάτω στη γη [e] σαν να βγαίνουν από τη φυλακή- φτάνουν επάνω, σε τόπο καθαρό, και κατοικούν ψηλά, πάνω από τη Γη.
Ένας αριθμός από αυτούς, όσοι με τη φιλοσοφία έγιναν αγνοί και καθαροί, ζουν παντοτινά, χωρίς τα σώματα τους, και κατοικούν σε οικίες πολύ ομορφότερες από αυτές εδώ, πράγμα που δεν γίνεται να αποκαλύψουμε ούτε και ο χρόνος που μένει είναι επαρκής.
Όμως για χάρη των πραγμάτων που αναπτύξαμε, Σιμμία, πρέπει να κάνουμε τα πάντα ώστε να αποκτήσουμε την αρετή και τη φρόνηση κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Σπουδαίο το βραβείο, μεγάλη και η ελπίδα.»
ΠΛΑΤΩΝΟΣ – ΦΑΙΔΩΝ, 114, a έως d