Οι δημοκρατικές καταβολές στο σύστημα του Καποδίστρια δεν εντοπίζονται στην κεντρική διοίκηση του συστήματος με το οποίο κυβέρνησε, για τους ευνόητους λόγους που αναφέραμε ήδη. Όπως είπαμε, ο Καποδίστριας με τα βλέμματα των ευρωπαίων πάνω του και τα δεδομένα αντιδημοκρατικά αισθήματα των δυνάμεων που είχαν επιρροή στα ελληνικά πράγματα, θα είναι προσεκτικός σε όλες τις κινήσεις του. Παρά το γεγονός ότι οι δημοκρατικές του αντιλήψεις δεν έχουν εμφανή θέση στο προσωρινό πολίτευμα που θα εισηγηθεί και θα εγκρίνει η Βουλή, αυτές βρίσκονται στην βάση του συστήματός του.
Κι ενώ σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης τα πράγματα είναι λίγο πολύ γνωστά, σε επίπεδο τοπικής διοίκησης ο Καποδίστριας θα επιμείνει στην ελληνική πολιτική παράδοση των κοινοτήτων και των Κοινών τα οποία παραμένουν ενεργά μεν κάτω από το σύστημά του, αλλά αναβαθμισμένα σε σχέση με την περίοδο της τουρκοκρατίας. Αυτός είναι κι ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο ακόμη λοιδορείται ο Καποδίστριας από τους ολιγαρχικούς απόγονους των προεστών και των κοτζαμπάσηδων.
Τα κοινά συνεχίζουν να απολαμβάνουν το status quo αυτονομίας που διαχρονικά κατέχουν οι πόλεις-κράτη στην ελληνική ιστορία. Το κεντρικό κράτος επί Καποδίστρια δεν έχει καμμία διοικητική ανάμειξη στο εσωτερικό των κοινών τα οποία είναι ανεξάρτητα να ασκούν την πολιτική προς το συμφέρον τους. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος αφήνει ανοιχτό το πολιτικό πεδίο στις τοπικές κοινωνίες ώστε να ρυθμίζουν ελεύθερα τις υποθέσεις τους με γνώμονα το τοπικό συμφέρον. Κατά συνέπεια, η κρατική επιρροή είναι σχεδόν απούσα στις τοπικές κοινωνίες την εποχή του Καποδίστρια καθώς αυτοπεριορίζεται σε ρόλο βοηθητικό δια του «εκτάκτου επιτρόπου» με σκοπό την υποβοήθηση της διοικητικής ανασυγκρότηση των Κοινών.
Η διοίκηση των Κοινών αναδεικνύεται με καθολική ψηφοφορία από όλο τον ανδρικό πληθυσμό άνω των 25 ετών την στιγμή που στην Αγγλία δικαίωμα ψήφου είχε μόνο το 7% των ανδρών. Αυτό θα προκαλέσει τις αντιδράσεις της προεστικής τάξης η οποία σύμφωνα με τον καθηγητή Κοντογιώργη «προκειμένου να εμποδίσει την επανείσοδο του λαού στην πολιτεία των κοινών, θα επικαλεσθεί το επιχείρημα του “εξευρωπαϊσμού” της χώρας, αξιώνοντας από τον Καποδίστρια να καταργήσει την καθολική ψήφο». Στην αξίωση αυτή ο Κυβερνήτης θα διακρίνει “μιαν ανίκητον δυσκολίαν”, η οποία συνίσταται ” εις το ότι δεν έχω την δύναμιν να κάμω ένα νόμον, ο οποίος θέτει όρους εις το δικαίωμα της ψήφου. Δικαίωμα, το οποίον ο ελληνικός λαός δοξάζει, ότι μετεχειρίσθη έως σήμερον χωρίς περιορισμόν”. Όπως θα επισημάνει ο τότε αντι- πρέσβης της Ρωσίας στην Ελλάδα, “οι κοτζαμπάσηδες αυτοί “χρησιμοποιούντες τα φιλελευθέρας αρχάς ως μέσον διαιωνίσεως της επιρροής των”, εστράφησαν με μίσος κατά του Κυβερνήτη, “καθόσον απαγορεύει τας αρπαγάς, τιμωρεί τους ενόχους και προστατεύει τους καταπιεζομένους…”».[1]
Πράγματι, οι προεστοί κι οι κοτζαμπάσηδες θα μεταβληθούν οι ίδιοι σε «κρατούσα τάξη» με την απεμπόληση της τουρκικής καταπίεσης κατά την διάρκεια της επανάστασης. Το Καποδιστριακό πολίτευμα θα διορθώσει αυτήν την ανωμαλία αποκαθιστώντας τις παραδοσιακές κοινοτικές σχέσεις μεταξύ των τοπικών αρχόντων και του λαού. Οι κάτοικοι στα χωριά και στις κώμες θα διατηρήσουν στην Καποδιστριακή πολιτεία το θεμελιώδες και δημοκρατικό δίκαιο της συνελεύσεως και λήψης αποφάσεων δια παν ζήτημα που αφορά τον τόπο. Μέσω αυτού θα διατηρηθεί η οργανική σχέση με το Κοινό ως διοικητική μονάδα και τους τοπικούς άρχοντες τους οποίους εκλέγουν και ελέγχουν για τα πεπραγμένα τους.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι ο Καποδίστριας αντλώντας από το ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι επιλέγει κι εδώ «θεραπεία ελληνική», θέτοντας σε ισχύ την αρχή της τοπικής και περιφερειακής πολιτειακής αυτονομίας κι όχι της διοικητικής αποκέντρωσης ή αυτοδιοίκησης, που αναπέμπει στο πολιτικά κυρίαρχο κεντρικό κράτος που έχουμε σήμερα και αποτελεί έκτοτε το παράδειγμα σε όλη την Ευρώπη.
Σε όλη την Ευρώπη, εκτός από την Ελβετία όπου νομοθέτησε συνταγματικώς ο Καποδίστριας. Εκεί οι δημοκρατικές του ιδέες θριάμβευσαν, όχι μόνο εις το συνταγματικό μοντέλο της χώρας αλλά και εις το γεγονός ότι η Ελβετία θα κατοχυρώσει μία ουδετερότητα η οποία θα της εξασφαλίσει διαρκή ειρήνη από την εποχή της ρύθμισης του ζητήματός της μέχρι και σήμερα. Η ειρήνη αυτή θα της επιτρέψει να γίνει στην πορεία κέντρο του τραπεζικού συστήματος και των διεθνών οργανισμών, απόρροια της ουδετερότητάς της. Το αποτέλεσμα για την Ελβετία, θα είναι ευτυχία κι ευημερία για τους πολίτες της. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε ο Καποδίστριας να πετύχει ένα παρόμοιο αποτέλεσμα για την Ελλάδα και τους συμπατριώτες του; Θα μπορούσε η Ελλάδα να αναδειχθεί σε κάποιο είδος «κέντρου» για την Ευρώπη και τον κόσμο; Υπάρχει άραγε κάποιο πλεονέκτημα το οποίο θα μπορούσε να προσφέρει η Ελλάς στην ανθρωπότητα ούτως ώστε να εξασφαλίσει διαρκή ειρήνη για τους ανθρώπους της και διαρκή ωφέλεια για την ανθρωπότητα;
Ο Καποδίστριας φαίνεται να είχε βάλει στόχο όχι μόνο να πετύχει την διεθνή αναγνώριση του ελληνικού κράτους, αλλά να εξασφαλίσει διαρκή και μόνιμη ευδαιμονία για τους συμπατριώτες του. Αυτό ήταν το μεγάλο όραμα του Κυβερνήτη και για αυτό η «θεραπεία ελληνική» του Καποδίστρια δεν περιορίζεται μόνο στο παρών του ελληνισμού την στιγμή που εκείνος γίνεται Κυβερνήτης. Η θεραπεία του ελληνικού ζητήματος βασίζεται μεν στο τρίπτυχο Ελευθερία – Ανεξαρτησία – Δημοκρατία αλλά δεν εξαντλείται εκεί. Υπάρχει ακόμη μία παράμετρος που ολοκληρώνει την θεραπεία κι αυτή είναι το Πνεύμα και η πνευματική ανύψωση του ανθρώπου.
Η Ελλάδα και οι Έλληνες, φαίνεται να πιστεύει ο Κυβερνήτης, δεν θα απαλλαχτούν των βασάνων τους αν δεν εκπληρώσουν το υψηλό καθήκον τους στον κόσμο και δεν αναλάβουν τον ρόλο του Πνευματικού οδηγού της ανθρωπότητας.
Για αυτήν την διάσταση του ελληνικού οράματος του Καποδίστρια είμαστε ευγνώμονες στις μυστικές υπηρεσίες της εποχής και την κατασκοπεία που αυτές άσκησαν στον Καποδίστρια.
Ο Ι. Τσερβένκα, ταγματάρχης ο οποίος κατασκόπευε τον Καποδίστρια την εποχή της ιδρύσεως της Φιλομούσου Εταιρίας στην Βιέννη, στις αναφορές του στους ανωτέρους του αποκαλύπτει το ολοκληρωμένο όραμα του Κυβερνήτη για την Ελλάδα. Σύμφωνα με όσα γράφει στον Μέττερνιχ, ο Καποδίστριας δεν οραματιζόταν απλώς την «απόλυτο πολιτική αυτονομία της Ελλάδος» ως μέσον για την ευδαιμονία των Ελλήνων, αλλά την ανακήρυξη της χώρας του σε «Κράτος Ιερόν» το οποίο αφού εξασφάλιζε την ειρήνη θα μπορούσε να αφιερωθεί «αποκλειστικώς και μόνον στις επιστήμες και την διαφώτιση του ανθρωπίνου γένους». Με την ανακήρυξη της Ελλάδας σε ουδέτερη ζώνη, χωρίς καμμία εξωτερική ανάμειξη των ξένων θα καταστεί δυνατόν να «χορηγεί και η Ελλάς στο ανθρώπινο γένος διδασκάλους, καλλιτέχνες και νόμους». Βρισκόμενη εις το κέντρο μεταξύ ανατολής και δύσεως, η Ελλάς είναι η μόνη που μπορεί να συγκεράσει τους δύο αυτούς κόσμους «δημιουργούσα κατ’ αυτόν τον τρόπον μίαν για ολόκληρη την ανθρωπότητα σωτήριον ισορροπίαν». Με τον τρόπο αυτόν η ανθρωπότητα «θα οφείλει…στους δε Έλληνες μία για όλους διαρκή ειρήνη, αφού οι ηγεμόνες και οι σύμβουλοι των λαών παιδευθέντες ή στην
Ελλάδα ή από Έλληνες, θα κυβερνούν τους λαούς τους κατά τις ίδιες αρχές, σε αμφίβολες δε ή και πεπλανημένες περιπτώσεις δυνάμενες να αναφυούν μεταξύ των ηγεμόνων, θα ακούουν και ακολουθούν τις γνώμες και τις αποφάσεις των διδασκάλων των, δηλαδή των Ελλήνων σοφών…»[2].
Να λοιπόν που όλα τα κομμάτια μπαίνουν στην θέση τους και μας αποκαλύπτεται το μεγαλοφυές σχέδιο του Κυβερνήτη για να γλιτώσει η πατρίδα από την κακοδαιμονία που την κατατρέχει τόσους αιώνες αλλά και να προσφέρει ανιδιοτελώς στην ανθρωπότητα αυτό που γνωρίζει καλύτερα.
Η αφοσίωση του ελληνισμού στην καλλιέργεια του πνεύματος ούτως ώστε να αποτελέσει τον διδάσκαλο της ανθρωπότητας που θα την οδηγήσει στην μόνιμη ειρήνευση και την ευτυχία των λαών, είναι ο τέταρτος πυλώνας που ολοκληρώνει το όραμα του Καποδίστρια για την Ελλάδα. Ένα όραμα το οποίο όπως γνωρίζουμε δεν πρόλαβε να φέρει εις πέρας εξ αιτίας της δολοφονίας του, δηλώνει όμως τον αθεράπευτο πατριωτισμό του και την βαθιά του σύνδεση με την διαχρονική εκπολιτιστική και ανθρωπιστική αποστολή του ελληνισμού.
Ες αεί ευγνώμων.
Αναστάσιος Συριανός
[1] Γ. Κοντογιώργης, 05/04/2014, από την εκδήλωση: ‘Καποδίστριας: Ένας διαχρονικά επίκαιρος κυβερνήτης’, διοργανωτής: ‘Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού’.
[2] Ιωσήφ Τσερβένκα, Ταγματάρχης της Εθνοφρουράς, επιστολή προς την Καγκελλαρία της Βιέννης στις 13/02/1816 στο Αρχείον Πολιτισμού